ξυπολιέμαι

ξυπολιέμαι
ξυπολύθηκα, γυμνώνω τα πόδια μου, βγάζω τα παπούτσια ή και τις κάλτσες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ξυπολιέμαι — ξυπολιέμαι, ξυπολύθηκα βλ. πίν. 183 Σημειώσεις: ξυπολιέμαι : ως παράγωγο του ξυπόλυτος (από το αρχ. ρ. εξυπολύω) διατηρεί στον αόριστο το υ (ξυπολύθηκα), λόγω της σχέσης με το ρ. λύω. Η προέλευση από ρ. ξυπολάω δε φαίνεται πιθανή …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξιπολιέμαι — (εσφ. γρφ.) βλ. ξυπολιέμαι …   Dictionary of Greek

  • ξυπολύνω — και ξυπολάω (Μ ξυπολάω) μέσ. ξυπολιέμαι αφαιρώ τα υποδήματα μου και μένω ξυπόλητος νεοελλ. αναγκάζω κάποιον να μείνει ξυπόλυτος, αφαιρώ από κάποιον τα υποδήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ υπο λύω «βγάζω τα υποδήματά μου», με σίγηση τού αρκτ. άτονου ε . Οι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”